προσφύσεις

προσφύσεις
πρόσφυσις
growing to
fem nom/voc pl (attic epic)
πρόσφυσις
growing to
fem nom/acc pl (attic)
προσφύ̱σεις , προσφύω
cause to grow to
aor subj act 2nd sg (epic)
προσφύ̱σεις , προσφύω
cause to grow to
fut ind act 2nd sg
προσφυσάω
blow upon
imperf ind act 2nd sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λαβή — η (AM λαβή) 1. το μέρος ενός αντικειμένου από το οποίο μπορεί κάποιος να τό πιάσει ή να τό κρατήσει ή να τό χρησιμοποιήσει, χερούλι, χέρι, πιάσιμο (α. «λαβή στάμνας» β. «λαβή όπλου» γ. «τὸν εἰς τὴν τέχνην ἐλέφαντα εἰς μαχαιρῶν λαβάς», Δημοσθ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • ρεζιλίνη — η, Ν (βιοχ.) πρωτεΐνη που απαντά με τη μορφή αλληλοσυνδεόμενων συσσωματωμάτων στους μυς τών φτερών μερικών εντόμων και στις προσφύσεις τών φτερών στον θώρακα, η οποία, χάρη στην ελαστικότητά της, απορροφά την κινητική ενέργεια από το χτύπημα τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”